- νευραλγικός
- η , ό[ν] мед.1) невралгический; 2) перен. чувствительный;
τό νευραλγικό σημείο — чувствительное место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό νευραλγικό σημείο — чувствительное место
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νευραλγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία (α. «νευραλγικό σημείο» το μέρος ενός νεύρου στο οποίο καθίσταται περισσότερο αισθητό το άλγος β. «νευραλγικός πόνος») 2. μτφ. ευαίσθητος, ευπαθής, καίριος («το νευραλγικό σημείο τής… … Dictionary of Greek
νευραλγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευραλγία. 2. μτφ., σπουδαίος, καίριος, σημαντικός: Νευραλγικό σημείο. – Νευραλγική θέση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαστροδυνία — η νευραλγικός πόνος τού στομάχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ, ( στρός) + οδύνη ορθότερη θα ήταν η γραφή γαστρωδυνία (πρβλ. και ανωδυνία, κολπωδυνία)] … Dictionary of Greek
καρδιαλγία — η (Α καρδιαλγία) [καρδιαλγής] νεοελλ. ιατρ. πόνος στην καρδιακή μοίρα τού στομάχου που εκδηλώνεται στο επιγάστριο ή πόνος στην καρδιακή χώρα, συχνά νευραλγικός αρχ. πόνος τού στομάχου … Dictionary of Greek